-
1 επίθετα
-
2 ἐπίθετα
-
3 ἐπί-θετος
ἐπί-θετος, zugesetzt, hinzugefügt; ἐπιστολή, der Einem mitgegeben wird, Lys. bei Harpocr.; φυλαί, D. Hal. 3, 70; ἐξουσία, angemaßt, Plut. Cleom. 10; Ggstz des Einheimischen u. Natürlichen, fremd, ἑορταί, später eingeführte, im Ggstz der πάτριαι, Isocr. 7, 29; vgl. B. A. 252; ταῦτ' ἐπίϑετα τῇ φύσει κακά Men. Stob. fl. 98, 8; ἐπίϑετα ἀγωνίσματα Plut. Symp. 5, 2; vom Brutus ἐπίϑετον ἑαυτοῦ κατεψεύσατο μωρίαν D. Hal. 4, 68, μωρία οὐκ ἀληϑινή, ἀλλ' ἐπίϑετος, verstellte, 70, öfter; τὰ μὲν ἐπίϑετα καὶ πόῤῥωϑεν Theophr.; – τὸ ἐπίϑετον, das Beiwort, Arist. rhet. 3, 2 u. A.; τῷ δὲ τρίτῳ ὀνόματι ὕστερον ἐχρήσατο πράξεώς τινος ἢ τύχης ἐπιϑέτῳ Plut. Coriol. 11; ἐξ ἐπιϑέτου, als Zusatz, Mar. 1. – Adv. ἐπιϑέτως, adjectivisch, ἐπιϑέτως τοῦ Νότου ἀργέστου λεγομένου Strab. 1, 2, 29.
-
4 επιθέτας
ἐπιθέτᾱς, ἐπιθέτηςplotter: masc acc plἐπιθέτᾱς, ἐπιθέτηςplotter: masc nom sg (epic doric aeolic) -
5 ἐπιθέτας
ἐπιθέτᾱς, ἐπιθέτηςplotter: masc acc plἐπιθέτᾱς, ἐπιθέτηςplotter: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 επίθετ'
ἐπίθετα, ἐπίθετονadditional: neut nom /voc /acc plἐπίθετα, ἐπίθετοςadditional: neut nom /voc /acc plἐπίθετε, ἐπίθετοςadditional: masc /fem voc sgἐπίθετε, ἐπιτίθημιlay: aor imperat act 2nd plἐπίθεται, ἐπιτίθημιlay: aor subj mid 3rd sg (epic)ἐπίθετο, ἐπιτίθημιlay: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)ἐπίθετο, πείθωpersuade: aor ind mid 3rd sgἐπίθετε, πείθωpersuade: aor ind act 2nd pl -
7 ἐπίθετ'
ἐπίθετα, ἐπίθετονadditional: neut nom /voc /acc plἐπίθετα, ἐπίθετοςadditional: neut nom /voc /acc plἐπίθετε, ἐπίθετοςadditional: masc /fem voc sgἐπίθετε, ἐπιτίθημιlay: aor imperat act 2nd plἐπίθεται, ἐπιτίθημιlay: aor subj mid 3rd sg (epic)ἐπίθετο, ἐπιτίθημιlay: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)ἐπίθετο, πείθωpersuade: aor ind mid 3rd sgἐπίθετε, πείθωpersuade: aor ind act 2nd pl -
8 κτητικός
κτητικός, geschickt zu erwerben; τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων Isocr. 12, 242; vgl. Strab. XVI, 783; ἡ κτητικὴ τέχνη, Erwerbungskunst, Plat. Soph. 219 c; Arist. Pol. 1, 4; – den Besitz betreffend, ihn bezeichnend; ἀντωνυμίαι, pronomina possessiva, Gramm.; Adjectiva, κτητικά (ἐπίϑετα), die auf κός, z. B. Κορινϑιακός, Steph. Byz. und A. – Auch adv., Sp.
-
9 διερός
διερός, ά, όν, bei Homer zweimal, Odyss. 9, 43 ἔνϑ' ἤτοι μὲν ἐγὼ διερῷ ποδὶ φευγέμεν ἡμέας ἠνώγεα, 6, 201 στῆτέ μοι, ἀμφίπολοι· πόσε φεύγετε φῶτα ἰδοῠσαι; ἦ μή πού τινα δυσμενέων φάσϑ' ἔμμεναι ἀνδρῶν; οὐκ ἔσϑ' οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτός, οὐδὲ γένηται, ὅς κεν Φαιήκων ἀνδρῶν ἐς γαῖαν ἵκηται δηιοτῆτα φέρων. In dieser letzteren Stelle erklärte Aristarch, nach einem Scholium, διερός = » lebend«, während Kallistratus (s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 55) δυερός las: διερός: οὕτως τὸν ζῶντα Ἀρίσταρχος. ὁ δὲ Καλλίστρατος γράφει δυερός, ὁ ἐπίπονος, παρὰ τὴν δύην, ἤτοι κακοπαϑητικός. Andere Scholien: οὐκ ἔσϑ' οὗτος ἀνὴρ διερός: ὁ ζῶν, ὡς ἐκ τοῠ ἐναντίου ἀλίβαντες οἱ νεκροί, und: ζῶν ἐρρωμένως καὶ ἰκμάδος μετέχων. τὴν μὲν γὰρ ζωὴν ὑγρότης καὶ ϑερμασία συνέχει, τὸν δὲ ϑάνατον ψυχρότης καὶ ξηρασία. ὅϑεν καὶ ἀλίβαντες οἱ νεκροὶ λιβάδος μὴ μετέχοντες. Eine abweichende Erklärung enthält in den Scholien die Notiz βλαπτικός, πειρατικός, πειρατής; sie geht vielleicht ursprünglich auf die Lesart δυερός. Lehrs Aristarch. p. 56 sqq. meint, diese Notiz enthalte eine Spur seiner eigenen Erklärung der Lesart διερός; er bringt nämlich das Homerische διερός nicht mit διαίνω in Verbindung, was die oben angeführten Erklärungen der Scholien thun; gegen diese Erklärungen und die Verbindung mit διαίνω beruft sich Lehrs besonders auf Scholl. Iliad. 21, 252 αἰετοῠ οἴματ' ἔχων μέλανος, τοῠ ϑηρητῆρος: Ἀριστοτέλης μελανόστου ἀναγινώσκει, τοῠ μέλανα ὀστᾶ ἔχοντος· ἀγνοεῖ δὲ ὡς οὐ δεῖ ἀπὸ τῶν ἀφανῶν ποιεῖσϑαι τὰ ἐπίϑετα. Lehrs leitet vielmehr das Homerische διερός von δίειν, δίεσϑαι ab; er macht Odyss. 6, 201 nach διερὸς βροτός ein Colon und übersetzt Quonam aufugitis viro conspecto? Numne eum hostem esse putatis? Non est iste vir fugator homo (h. e. non is est quem fugere opus sit); neque omnino erit qui improbo consilio ad Phaeaces accedere audeat. Hier hätte demnach διερός activischen Sinn; in der anderen Stelle, Odyss. 9, 43, hat es nach Lehrs passivischen Sinn, διερῷ ποδὶ φευγέμεν »mit fliehendem Fuß enteilen«, fugaci pede se proripere. Ganz eben so hat z. B. φοβερός und σφαλερός activische und passivische Bedeutung. Die Scholien denken auch Odyss. 9, 43 wieder an διαίνω und nehmen als Grundbedeutung von διερός » flüssig«, »naß« an. Von dieser Grundbedeutung aus erklären sie διερῷ ποδί auf verschiedene Art. Am Besten wäre wohl, wenn man nicht Lehrs Erklärung vorzieht, διερῷ ποδί = »mit schnellem Fuße« zu nehmen; das Flüssige bewegt sich schnell. Nach Homer kommt διερός in einer Reihe von Stellen vor, in denen allen man es = »naß«, » flüssig« erklärt. Einige dieser Stellen lassen gar keine andere Auffassung zu; in einigen jedoch könnte man auch an die Ableitung von δίω denken; beide Ableitungen treffen zusammen in der Bedeutung » dahinströmend«, » dahineilend«, » flüchtig«, » schnell«, » beweglich«, » rege«. Man kann nun, wenn man Lehrs Erklärung der Homerischen Stellen billigt, entweder annehmen, daß das Wort διερός die Bedeutung »naß«, » flüssig«, nur durch Mißverstehn der Homerischen Stellen erhalten habe, eine Annahme, welche durch viele analoge Fälle gestützt wird; oder, daß es wirklich von Anfang an zwei wurzelhaft verschiedene Adjectiva διερός gab: 1) διερός von δίω, fugator und fugax, 2) διερός verwandt mit διαίνω, »naß«, »flüssig«. Nachhomerische Stellen: Hesiod. O. 460 εὖτ' ἂν δὲ πρώτιστ' ἄροτος ϑνητοῖσι φανείῃ, δὴ τότ' ἐφορμηϑῆναι ὁμῶς δμῶές τε καὶ αὐτὸς αὔην καὶ διερὴν ἀρόων ἀρότοιο καϑ' ὥρην, πρωὶ μάλα σπεύδων, ἵνα τοι πλήϑωσιν ἄρουραι ; Aeschyl. Eum. 263 αἷμα μητρῷον χαμαὶ, δυσαγκόμιστον, παπαῖ, τὸ διερὸν πέδῳ χύμενον οἴχεται; Aristoph. Nub. 337 von den Wolken εἶτ' ἀερίας, διερὰς, γαμψοὺς οἰωνοὺς ἀερονηχεῖς, v. l. διερούς, was dann auf οἰωνούς bezogen werden kann; Av. 213 διεροῖς μέλεσιν, von den (dahinströmenden? thränenfeuchten?) Liedern der Nachtigal; Νεῖλος διερὰν βώλακα ϑρύπτει Theocr. 17, 80; λίϑος Callim. Ap. 23; bei Ap. Rh. 1, 184 κέλευϑος, nach Schol. κυρίως ἡ ἐκ Διὸς κάϑυγρος γῆ; vgl. 2, 1099; χείλη 4, 1457, wie Nonn. D. 5, 314 die Glieder auch nennt, vgl. ὑγρός; Antiphil. 22 (IX, 86) πώγων ὀστρέου; s. auch Ep. ad. 740 ( App. 375). Nach Arist. de gener. et interit. 2, 2 ist διερὸν τὸ ἔχον ἀλλοτρίαν ὑγρότητα ἐπιπολῆς, obenauf feucht; Luc. Lexiph. 4 vrbdt διερὸν βλέπειν mit λημαλέοι ὀφϑαλμοί.
-
10 επιθετος
2[adj. verb. к ἐπιτίθημι См. επιτιθημι]1) прибавленный, приложенныйὄνομα ἐπίθετον Plut. — эпитет, прозвище
2) присвоенный, захваченный(ἐξουσία Plut.)
3) привозной, заимствованный, иноземный(ἑορταί Isocr.; ἀγωνίσματα Plut.)
4) (благо)приобретенный(τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν κοιναί εἰσιν, αἱ δ΄ ἐπίθετοι Arst.)
ἐπίθετα τῇ φύσει κακά Men. — пороки приобретенные, а не врожденные5) поддельный, искусственный(κόσμοι Plut.)
-
11 ευπροσωπος
21) красивый (лицом), миловидный(μειράκιον Arph.; νεανίσκος Plat.)
2) красивый, изящный(ἐπίθετα Plut.)
3) досл. с радостным лицом, перен. радостный, приветливый(φροίμια Eur.)
ἦ πού με δέξαιτ΄ ἂν εὐ. ; Soph. — радостно ли он примет меня?4) (с виду) благопристойный, приличный(λόγοι Dem.; νομοθεσία Arst.)
ὑπεκρίναντο οὕτω εὐπρόσωπα Her. — таков был внешне корректный ответ (керкирян) -
12 κατακορης
21) густой, темный, насыщенный(χρῶμα Sext.)
μέλαν κατακορές Plat. — густо-черный цвет2) чрезмерный, преувеличенный(τὰ ἐπίθετα Arst.; ἱερουργία Plut.)
3) неумеренный, излишний(παρρησία, συνουσία Plat.; ἡδοναι Plut.)
4) не знающий меры(γυναικῶν γένος Polyb.)
-
13 κοσμητικός
η, ό[ν]1) служащий для украшения; декоративный; 2) косметический;§ κοσμητικά επίθετα — эпитеты
-
14 παραθετικός
η, ό[ν] грам. 1. сравнительный;2. грам.:τα παραθετικά (επίθετα) — степени сравнения
-
15 επιθέται
-
16 ἐπιθέται
-
17 κατακορής
κατακορής, ές,3 of colours, deep,μέλαν κατακορές Pl.Ti. 68c
, cf. Arist.Col. 795a3; Χρῶμα ὅμοιον ῥόδῳ κ. Thphr. HP4.8.7, cf. S.E.P.1.105; , cf. Epid.4.20;τὰ κ. πονηρά Id.Coac. 601
;ἐρύθημα Id.Epid.7.7
; στήθεα κ. dub. sens. ib.2.6.14, cf. Gal.19.108.4 of harmony, complete,τῆς κοσμικῆς συμφωνίας κ. τι καὶ παναρμόνιον φθεγγομένης Nicom.Harm.3
; - κορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν ib.5; - κορέστερον μέλος, of the spheres, lamb.VP15.65.II metaph., intense, violent, δίψα, ῥύσις, Hp. Epid.7.11, Medic.6;βήξ Id.Epid.7.26
; profound, ὕπνος ib.7.2.b metaph., βαθὺ καὶ κ. αἴνιγμα a profound problem, Ph.1.659; ἀμετάβλητος καὶ κ. γνώμη a deep resolve, Id.1.78.2 immoderate, wearisome, παρρησία, συνουσία, Pl.Phdr. 240e, Lg. 776a; ἂν ᾖ κατακορῆ [ τὰ ἐπίθετα] Arist.Rh. 1406a13, cf. Demetr.Eloc. 303;κατακορὴς ἀπείλει Tim.Pers.79
;τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κ. ὄντος Plb. 31.26.10
, cf. 32.2.5;ὁ Δημοσθένης.. ἐν τῷ γένει τούτῳ -έστατος Longin.22.3
;- εστέραις κέχρηται ταῖς αὐστηραῖς ἁρμονίαις D.H.Dem. 45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακορής
-
18 κυκλικός
A circular, moving in a circle, ,κίνησις Placit.2.7.5
;περίοδος D.S.2.36
: metaph., Procl.Inst.33. Adv. -κῶς, κινεῖσθαι Arist.Cael. 272b24
.2 of a circle,λόγος Iamb. in Nic.p.61
P.; κ. ἀριθμός a number which ends in the same digit when squared, Nicom.Ar.2.17.3 Astrol., subordinate, ruling in rotation, Vett.Val.175.17.b - κὰ ἔτη the minimum duration of life corresponding to a planet, Balbill. in Cat.Cod.Astr.8(4).236, 237.4 - κός (sc. πούς), ὁ, a form of anapaest in which the long syllable is shorter than a normal long, D.H.Comp.17.II κυκλικοί, οἱ, the poets of the Epic cycle (cf. κύκλος), Sch.Il.3.242, al.; alsoἡ κ. Θηβαΐς Ath.11.465e
; but τὸ ποίημα τὸ κ. commonplace, conventional poem (cf.IV), Call.Epigr.30.1.III f.l. for κύκλιος 11,χορός Lys.21.2
; τῶν κυκλικῶν (v.l. κυκλίων)αὐλητῶν Luc.Salt.2
.IV in common use, ἡ κ. (sc. ἔκδοσις ) the vulgate, Sch.Od.16.195, 17.25: but Adv. - κῶς conventionally, οὐ κ. τὰ ἐπίθετα προσέρριπται ib.7.115.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλικός
-
19 ἐπίθετος
ἐπίθετ-ος, ον,A additional,φυλαί D.H.3.71
; esp. at Athens, opp. πάτριος, relatively modern,ἑορταί Isoc.7.29
; τὰ ἐ., opp. τὰ πάτρια, the acquired powers of the Areopagus, Lys.Fr. 178 S., cf. Arist.Ath.25.2, 3.3; so ἐ. ἐξουσία usurped authority, Plu.Cleom.10: generally, adventitious, τὰ μὲν τῶννόμων ἐπίθετα, τὰ δὲ τῆς φύσεως ἀναγκαῖα Antipho Soph.Oxy.1364.25
; ἐπιθυμίαι, opp. κοιναί, Arist.EN 1118b9;ἐ. τῇ φύσει κακά Men.534.13
.2. fictitious, Thphr.HP9.8.8; opp. ἀληθινός, D.H.4.70, cf. 68.3. of letters, entrusted for conveyance, Lys.Fr.116S.II. ἐ. [ ὄνομα] adjectival, D.T.636.9, cf. Plu.Cor.11.III. Subst. [full] ἐπίθετον, τό, epithet, Arist.Rh. 1406a19, D.H.Comp.5, A.D.Synt.41.15; adjective, ib.81.24 (so Adv. -τως, λέγειν indicate by epithets, Str.1.2.29, al.).2. = ἐπίθημα 5, Aret.CA1.1.3. ἐπίθετος, ὁ, a throw of the dice, Eub.57.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίθετος
См. также в других словарях:
ἐπίθετα — ἐπίθετον additional neut nom/voc/acc pl ἐπίθετος additional neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέτας — ἐπιθέτᾱς , ἐπιθέτης plotter masc acc pl ἐπιθέτᾱς , ἐπιθέτης plotter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίθετ' — ἐπίθετα , ἐπίθετον additional neut nom/voc/acc pl ἐπίθετα , ἐπίθετος additional neut nom/voc/acc pl ἐπίθετε , ἐπίθετος additional masc/fem voc sg ἐπίθετε , ἐπιτίθημι lay aor imperat act 2nd pl ἐπίθεται , ἐπιτίθημι lay aor subj mid 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek